γείωση

γείωση
Η διοχέτευση ηλεκτρικών φορτίων στο έδαφος. Από ηλεκτρική άποψη, η Γη μπορεί να θεωρηθεί αγωγός άπειρης χωρητικότητας, που μπορεί να λάβει κατά συνθήκη δυναμικό μηδέν. Η ιδιότητα αυτή εφαρμόζεται πραγματικά στη γ., η οποία γίνεται με αγωγούς (αγωγοί γ.), έτσι ώστε να έχουν καλή επαφή με το έδαφος. Οι υπόγειες σωληνώσεις ύδρευσης αποτελούν άριστη γ., αλλά για να μην υπάρξουν διαβρώσεις η χρήση τους επιτρέπεται μόνο για πολύ ασθενή ρεύματα. Η γ. είναι αναγκαία για όλα τα τμήματα των ηλεκτρικών συσκευών (π.χ. των οικιακών ηλεκτρικών συσκευών), τα οποία δεν βρίσκονται υπό τάση, ώστε να αποφεύγονται τα επικίνδυνα αποτελέσματα των πιθανών διαρροών. Μια πολύ γνωστή γ. είναι το αλεξικέραυνο, το οποίο διοχετεύει στο έδαφος τα σημαντικής έντασης ρεύματα, που προέρχονται από τους κεραυνούς.
* * *
η
ηλεκτρική επαφή με τη γη, που παραμένει ουσιαστικά σε σταθερό δυναμικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γειώνω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. ground connection < ground «έδαφος, γη» + connection «σύνδεση»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γείωση — η η σύνδεση μιας συσκευής με το έδαφος, για τη μεταφορά σ’ αυτό ηλεκτρικών φορτίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκαρδιογράφημα — (ΗΚΓ). Η καταγραφή των ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται αμέσως πριν από τη συστολή του καρδιακού μυός σε κινούμενη ταινία χαρτιού ή σε οθόνη. Η κατασκευή –για πρώτη φορά– ενός οργάνου ικανού να χρησιμοποιεί επωφελώς αυτά τα ηλεκτρικά ρεύματα… …   Dictionary of Greek

  • σούκο — το, Ν είδος ρευματοδέκτη, κν. πρίζας, ασφαλείας με γείωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Schu(tz) ko(ntact) «επαφή ασφαλείας»] …   Dictionary of Greek

  • Γιακόμπι, Μόριτς Χέρμαν — (Moritz Hermann Jacobi, Πότσνταμ 1801 – 1874). Γερμανός φυσικός και εφευρέτης, αδελφός του μαθηματικού Καρλ Γκούσταφ Γιάκομπ Γ. (βλ. λ.). Το 1818 πήγε στη Ρωσία και το 1835 εξελέγη καθηγητής της ηλεκτρολογίας στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”